Ίμολα

Ίμολα
(Imola). Πόλη (63.800 κάτ. το 2003) της Ιταλίας. Βρίσκεται στη διοικητική περιφέρεια Εμίλια-Ρομάνια και αποτελεί επισκοπική έδρα στην επαρχία της Μπολόνια. Έχει χτιστεί στις όχθες του ποταμού Σαντέρνο, εκεί όπου άλλοτε υπήρχε η ρωμαϊκή πόλη Φόρουμ Κορνέλι (Forum Cornelii). Η Ί. είναι αγροτικό και εμπορικό κέντρο και φημίζεται για τα κεραμικά της. Στην πόλη υπάρχει μητροπολιτικός ναός του Αγίου Κασσιανού με τον τάφο του αρχιεπισκόπου Ραβένα Πέτρου Χρυσολόγου. Αξιόλογος είναι και ο ναός της Σάντα Μαρία ιν Ρέγκολα, καθώς και ο ναός της Παναγίας του Πιραντέλο, που θεωρείται ένα από τα πρώτα αρχιτεκτονικά έργα αναγεννησιακού ρυθμού. Στην Ί. σώζονται επίσης λείψανα των τειχών της πόλης, πολλά αναγεννησιακά παλάτια και η Ρόκα, ένα μεγάλο φρούριο του 14ου αι. Τα τελευταία χρόνια, η Ί. είναι γνωστή κυρίως για τους αγώνες Φόρμουλα 1 που διεξάγονται στην πίστα της πόλης. Άποψη της ιταλικής πόλης Ίμολα, χτισμένης στις όχθες του ποταμού Σαντέρνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βιλνέβ, Ζιλ — (Gilles Villeneuves, Κεμπέκ 1950 – Ίμολα, Ιταλία 1982). Καναδός οδηγός αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου. Η πρώτη του παρουσία στη Φόρμουλα 1 έγινε το 1977, με την ομάδα της Ρενό, στην πίστα του Σιλβερστόουν. Το 1978, ο Έντσο Φεράρι τον ενέταξε στην… …   Dictionary of Greek

  • Βαλσάλβα, Αντόνιο Μαρία — (Antonio Maria Valsalva, Ίμολα 1666 – Μπολόνια 1732). Ιταλός γιατρός. Άξιες μνείας είναι οι εργασίες του στην ανατομία και στη φυσιολογία του αφτιού. Διαδεδομένη είναι επίσης η δοκιμασία Βαλσάλβα, που συνίσταται στη συγκράτηση του θώρακα σε θέση… …   Dictionary of Greek

  • Εμίλια Ρομάνια — (Emilia Romagna). Ιστορική περιοχή και διοικητική περιφέρεια (22.123 τ. χλμ., 3.960.549 κάτ. το 2001) της ηπειρωτικής Ιταλίας με πρωτεύουσα την Μπολόνια (910.592 κάτ.). Βρίσκεται στο βόρειο κεντρικό τμήμα της Ιταλίας, μεταξύ του ποταμού Πάδου στα …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Κουέρτσια, Γιάκοπο — (Jacopo Della Quercia, Σιένα περ. 1371 – 1438). Ιταλός γλύπτης, ξυλόγλυπτης και χρυσοχόος. Ήταν γιος του Πιερο ντι Γκουαρνιέρι. Το πρώτο βέβαιο έργο του είναι ο τάφος της Ιλάρια ντελ Καρέτο, συζύγου του Πάολο Γκουινίτζι, που εκτελέστηκε το 1406… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”